- χορευτάς
- χορευτάς1 dancer
δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει, πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27
χορευτὰν τελεώτατον (sc. θεῶν: Pan) fr. 99.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων Καφισίδος ἐν τεμένει, πιστοὶ χορευτᾶν μάρτυρες P. 12.27
χορευτὰν τελεώτατον (sc. θεῶν: Pan) fr. 99.Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χορευτάς — χορευτά̱ς , χορευτής choral dancer masc acc pl χορευτά̱ς , χορευτής choral dancer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)